- συναναχρέμπτομαι
- Αβήχοντας βγάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναχρεμψάμενος τὴν ψυχὴν μετὰ τοῡ φλέγματος», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναχρέμπτομαι «αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέματα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναχρεμψάμενος — συναναχρέμπτομαι cough up together aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)